υποσκίαση

υποσκίαση
η / ὑποσκίασις, -άσεως, ΝΑ [ὑποσκιάζω]
νεοελλ.
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υποσκιάζω
αρχ.
ο γύρω από την σκιά χώρος, ο οποίος φωτίζεται από μέρος μόνον τών ακτίνων φωτεινής πηγής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υποσκίαση — η απαλή σκίαση, ελαφρός, συσκοτισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποσκίασμα — το, Ν 1. υποσκίαση 2. αμυδρό φως 3. αστρον. το κατά τις εκλείψεις τής σελήνης τμήμα τού δίσκου της, το οποίο δεν αποκρύπτεται εξ ολοκλήρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποσκιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Βασ. Λάκωνα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”